- υπηρετομεσίτης
- ο , υπηρετομεσίτρια η посредник, -ца при найме прислуги
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπηρετομεσίτης — ο, θηλ. υπηρετομεσίτρια, Ν άτομο που μεσολαβεί για την εύρεση υπηρετών και υπηρετριών με αμοιβή, με προμήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπηρέτης + μεσίτης. Το αρσ., στον λόγιο τ. τού πληθ. ὑπηρετομεσῖται, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς, ενώ … Dictionary of Greek